στένωμα

στένωμα
το см. στένωση

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στένωμα" в других словарях:

  • στένωμα — narrow place neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στένωμα — (Ιατρ.). Το στένεμα της ουρήθρας, του οισοφάγου ή του ουρητήρα. Όποια και αν είναι η ανατομική δομή που προσβάλλεται, το σ. αποτελεί συχνά μια παθολογική κατάσταση σημαντικής βαρύτητας και απαιτεί την έγκαιρη ιατρική αντιμετώπισή της. Τα αίτια… …   Dictionary of Greek

  • στένωμα — το 1. το σημείο όπου γίνεται κάτι στενό. 2. ελάττωση του πλάτους κάποιου πράγματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στενωμάτων — στένωμα narrow place neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενώμασι — στένωμα narrow place neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενώμασιν — στένωμα narrow place neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενώματα — στένωμα narrow place neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενώματι — στένωμα narrow place neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՆԵՂՈՒՑ — (նեղուցի կամ նեղցի, ցաց.) NBH 2 0411 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 13c գ. ἱσθμός isthmus στενοπορία, ρον, στένωμα angustus meatus, vel locus. Նեղ անցք կամ ճանապարհ եւ տեղի. կիրճ. պարանոց ծովու. *Նեղուցն՝ որ կոչի սեփտէ: Անցեալ ընդ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • καρδιοστένωμα — το στένωμα των στομίων της καρδιάς: Έχει καρδιοστένωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»